- ὑφήγηνται
- ὑ̱φήγηνται , ὑφηγέομαιgo just beforeperf ind mp 3rd plὑφηγέομαιgo just beforeperf ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφηγούμαι — έομαι, Α [ἡγούμαι] 1. προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο 2. (απλώς) δείχνω τον δρόμο 3. υποδεικνύω σε κάποιον τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι, τόν καθοδηγώ («μὴ ἃ οἱ θεοὶ ὑφήγηνται ἀγαθὰ μάταια ποιήσητε», Ξεν.) 4. διδάσκω κάποιον 5.… … Dictionary of Greek
ὑφήγηνθ' — ὑ̱φήγηντο , ὑφηγέομαι go just before plup ind mp 3rd pl ὑφήγηντο , ὑφηγέομαι go just before plup ind mid 3rd pl ὑ̱φήγηνται , ὑφηγέομαι go just before perf ind mp 3rd pl ὑφήγηνται , ὑφηγέομαι go just before perf ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)